ἀρμενίζω
1ἀρμενίζω — sail pres subj act 1st sg ἀρμενίζω sail pres ind act 1st sg …
2αρμενίζω — αρμενίζω, αρμένισα βλ. πίν. 33 …
3αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …
4αρμενίζω — ισα, πλέω με τα πανιά (άρμενα), ταξιδεύω (κυριολ. και μτφ.): Πού αρμενίζει το μυαλό σου και δε με προσέχεις; Ουσ. αρμένισμα, το …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀρμενίζει — ἀρμενίζω sail pres ind mp 2nd sg ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd sg …
6ἀρμενίζον — ἀρμενίζω sail pres part act masc voc sg ἀρμενίζω sail pres part act neut nom/voc/acc sg …
7ἀρμενίζοντα — ἀρμενίζω sail pres part act neut nom/voc/acc pl ἀρμενίζω sail pres part act masc acc sg …
8ἀρμενίζοντι — ἀρμενίζω sail pres part act masc/neut dat sg ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …
9ἀρμενίζουσιν — ἀρμενίζω sail pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
10ἠρμένιζον — ἀρμενίζω sail imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀρμενίζω sail imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …