ἀρκύστᾰτος
1αρκύστατος — ἀρκύστατος, η, ον (Α) 1. ο στημένος σαν δίχτυ 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + στατος < ίστημι] …
2ἀρκυστάτων — ἀρκύστατος beset with nets fem gen pl ἀρκύστατος beset with nets masc/neut gen pl …
3ἀρκύστατον — ἀρκύστατος beset with nets masc acc sg ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc sg …
4ἀρκυστάτην — ἀρκύστατος beset with nets fem acc sg (attic epic ionic) …
5ἀρκυστάτοις — ἀρκύστατος beset with nets masc/neut dat pl …
6ἀρκύστατα — ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc pl …
7ἀρκύστατ' — ἀρκύστατα , ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc pl ἀρκύστατε , ἀρκύστατος beset with nets masc voc sg ἀρκύσταται , ἀρκύστατος beset with nets fem nom/voc pl …
8άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… …
9αρκυστασία — ἀρκυστασία, η (Α) [αρκύστατος] ο τρόπος, η σειρά τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών …