ἀρκαδίας

  • 21Λύκαιο — I Βουνό (1.420 μ.) της Αρκαδίας, στα σύνορα μεταξύ των σημερινών νομών Ηλείας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Το Λ., που αποκαλείται και Λυκαίο, καταλήγει στην παραλία του κόλπου της Κυπαρισσίας. Κυριότερη κορυφή του είναι το Στεφάνι. Το βουνό αυτό κατά …

    Dictionary of Greek

  • 22Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 23Παλαιοχώρι — Όνομα 33 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ.), στον δήμο Μεγαρίδος, του νομού δυτικής Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάνδρας και βρίσκεται BΔ. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου… …

    Dictionary of Greek

  • 24Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …

    Dictionary of Greek

  • 25Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …

    Dictionary of Greek

  • 26Κιδαρία — Προσωνυμία της θεάς Δήμητρας που λατρευόταν στον Φενεό της Αρκαδίας. Πιθανότατα ονομαζόταν έτσι λόγω του καλύμματος που έφερε στο κεφάλι το λατρευτικό της άγαλμα. Η γιορτή της Κ. Δήμητρας ήταν ετήσια και ονομαζόταν μείζων τελετή. Ο ιερέας φορούσε …

    Dictionary of Greek

  • 27αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …

    Dictionary of Greek

  • 28βασιλίς — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς της Αρκαδίας Κύψελος. Στη Β. είχαν καθιερωθεί καλλιστεία γυναικών. * * * βασιλίς ( ίδος), η (AM) [βασιλεύς] βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» η κορυφαία πόλη, η… …

    Dictionary of Greek

  • 29πηγάδι — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται το Λογγάρι (υψόμ. 460 μ.) και το Φωκιανό (...). 2. Πολύ μικρός …

    Dictionary of Greek

  • 30ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… …

    Dictionary of Greek