ἀρκαδίαν

  • 1Ἀρκαδίαν — Ἀρκαδίᾱν , Ἀρκαδία Arcadia fem acc sg (attic doric aeolic) Ἀρκαδίᾱν , Ἀρκαδίη fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ιχθυοφορώ — ἰχθυοφορῶ, έω (Α) [ιχθυοφόρος] επιγρ. προσκομίζω, φέρνω ψάρια («ἰχθυοφορεῑν εἰς Ἀρκαδίαν») …

    Dictionary of Greek

  • 3παροιμιαστής — ὁ, ΜΑ [παρομιάζω] μσν. αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῑς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.) αρχ. (για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών …

    Dictionary of Greek

  • 4συνεισβάλλω — ΝΑ [εἰσβάλλω] κάνω εισβολή, εισβάλλω σε χώρα μαζί με άλλον («συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων», Ξεν.) αρχ. 1. συνεπιτίθεμαι 2. εισέρχομαι μαζί με κάποιον 3. ιατρ. (για σύμπτωμα) εμφανίζομαι συγχρόνως με κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 5Αζανία — Δύο χώρες της αρχαιότητας. 1. Περιοχή της ΒΔ Πελοποννήσου που κάλυπτε περίπου την περιοχή των σημερινών Καλαβρύτων και ονομάστηκε έτσι από τον Αζάνα, τον γιο του βασιλιά Αρκάδα. Σημαντικότερες πόλεις της περιοχής ήταν ο Κλείτωρ (από το όνομα του… …

    Dictionary of Greek