ἀρι-σφᾰλής

  • 1μεθυσφαλής — μεθυσφαλής, ές (ΑM) 1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι 2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι σφαλής, δομο σφαλής] …

    Dictionary of Greek

  • 2αρισφαλής — ἀρισφαλής, ές (Α) 1. ο πολύ ολισθηρός 2. ο σφαλερός, ο απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»] …

    Dictionary of Greek