ἀριστό-μαντις

  • 1λιβανομάντης — ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ) αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα τού καπνού τού καιγόμενου λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό μαντις, οιωνό μαντις)] …

    Dictionary of Greek