ἀριστοφάνειος
1Ἀριστοφάνειος — of Aristophanes masc nom sg …
2αριστοφάνειος — α, ο (Α ἀριστοφάνειος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη 2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος αρχ. «ἀριστοφάνειον μέτρον» το αναπαιστικό τετράμετρο …
3αριστοφάνειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο κωμικό ποιητή Αριστοφάνη, καυστικός ή βωμολοχικός: Οι βωμολοχίες στην κωμωδία αυτή ξεπερνούν και τις αριστοφάνειες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἀριστοφανείων — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes fem gen pl Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen pl …
5Ἀριστοφάνειον — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc acc sg Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc sg …
6Ἀριστοφανείοις — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat pl …
7Ἀριστοφανείου — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen sg …
8Ἀριστοφανείῳ — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat sg …
9Ἀριστοφάνεια — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc pl …
10ψευδαριστοφάνειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Αριστοφάνη ή αυτός που προσποιείται ότι είναι οπαδός ή μιμητής τού Αριστοφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἀριστοφάνειος] …