ἀριστεία
1ἀριστεία — ἀριστείᾱ , ἀριστεία excellence fem nom/voc/acc dual ἀριστείᾱ , ἀριστεία excellence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀριστείᾳ — ἀριστείᾱͅ , ἀριστεία excellence fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἀριστεῖα — the meed of valour neut nom/voc/acc pl ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc pl …
4αριστεία — κ. ιων. είη, η (Α) [αριστεύω] 1. υπεροχή, ανδρεία, γενναιότητα 2. ανδραγαθία (η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς σαν τίτλος για τις ραψωδίες Ε, «ἀριστεία Διομήδους», Λ, «ἀριστεία Ἀγαμέμνονος», Ρ, «ἀριστεία Μενελάου», της Ιλιάδας) …
5ἀριστείας — ἀριστείᾱς , ἀριστεία excellence fem acc pl ἀριστείᾱς , ἀριστεία excellence fem gen sg (attic doric aeolic) …
6τἀριστεῖα — ἀριστεῖα , ἀριστεῖα the meed of valour neut nom/voc/acc pl ἀριστεῖα , ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc pl …
7ἀριστείαν — ἀριστείᾱν , ἀριστεία excellence fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀριστειῶν — ἀριστεία excellence fem gen pl …
9ἀριστεῖον — ἀριστεῖα the meed of valour neut nom/voc/acc sg ἀριστεῖος belonging to the bravest masc/fem acc sg ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc sg …
10ἀριστείαις — ἀριστεία excellence fem dat pl …