ἀριστευτικός
1αριστευτικός — ἀριστευτικός, ή, όν (Α) [αριστεύω] ο ικανός για έξοχα κατορθώματα …
2ἀριστευτικά — ἀριστευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ἀριστευτικήν — ἀριστευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …