ἀρθέντ'

  • 1ἀρθέντ' — ἀρθέντα , ἀραρίσκω join aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀρθέντα , ἀραρίσκω join aor part pass masc acc sg ἀρθέντι , ἀραρίσκω join aor part pass masc/neut dat sg ἀρθέντε , ἀραρίσκω join aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual ἀρθέντα , αἴρω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προστόμιο — το / προστόμιον, ΝΑ νεοελλ. 1. ανατ. η σχισμοειδής κοιλότητα ανάμεσα στα χείλη και στις παρειές προς τα έξω, και στους οδοντικούς φραγμούς και στις φατνιακές αποφύσεις προς το εσωτερικό τού στόματος 2. ζωολ. το ακραίο πρόσθιο τμήμα τού σώματος… …

    Dictionary of Greek