ἀρείφατος
1αρείφατος — ἀρείφατος κ. ιων. ἀρηΐφατος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, που σκοτώθηκε στον πόλεμο 2. πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + φατος < *φατός < θείνω] …
2Ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg …
3ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg …
4Ἀρείφατον — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg Ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg …
5ἀρείφατον — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg …
6Ἀρειφάτων — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl …
7ἀρειφάτων — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl …
8Ἀρείφατοι — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl …
9ἀρείφατοι — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl …
10αρειθύσανος — ἀρειθύσανος, ο (Α) ο θύσανος του Αρη (λέξη που αναφέρεται σε γενναίο και δοκιμασμένο πολεμιστή). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + θύσανος (πρβλ. αρείφατος)] …
- 1
- 2