ἀρεστός
1ἀρεστός — acceptable masc nom sg …
2αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… …
3αρεστός — ή, ό επίρρ. ά ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, συμπαθής: Ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δε σου είναι αρεστός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀρεστόν — ἀρεστός acceptable masc acc sg ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc sg …
5ἀρεστοί — ἀρεστός acceptable masc nom/voc pl …
6ἀρεστούς — ἀρεστός acceptable masc acc pl …
7ἀρεστῆς — ἀρεστός acceptable fem gen sg (attic epic ionic) …
8ἀρεστή — ἀρεστός acceptable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ἀρεστῶς — ἀρεστός acceptable adverbial …
10ἀρεστῷ — ἀρεστός acceptable masc/neut dat sg …