ἀρεοπαγίτης
1Ἀρεοπαγίτης — masc nom sg …
2Αρεοπαγίτης — ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης) μέλος του Αρείου Πάγου αρχ. αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος») …
3Αρεοπαγίτης — ο μέλος του Αρείου Πάγου (του αρχαίου ή του σημερινού) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… …
5Ἀρεοπαγίται — Ἀρεοπαγίτης masc nom/voc pl Ἀρεοπαγίτᾱͅ , Ἀρεοπαγίτης masc dat sg (doric aeolic) …
6Ἀρεοπαγιτῶν — Ἀρεοπαγίτης masc gen pl …
7Ἀρεοπαγίταις — Ἀρεοπαγίτης masc dat pl …
8Ἀρεοπαγίτην — Ἀρεοπαγίτης masc acc sg (attic epic ionic) …
9Ἀρεοπαγίτου — Ἀρεοπαγίτης masc gen sg …
10Ἀρεοπαγίτῃ — Ἀρεοπαγίτης masc dat sg (attic epic ionic) …