ἀργός

  • 81Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …

    Dictionary of Greek

  • 82ἀργῶν — ἀργέω to be unemployed pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀργός 1 shining fem gen pl ἀργός 1 shining masc/neut gen pl ἀ̱ργῶν , ἀργός 2 not working the ground fem gen pl ἀ̱ργῶν , ἀργός 2 not working the ground masc/neut gen pl ἀ̱ργῶν ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 83Argos Orestiko — Άργος Ορεστικό …

    Deutsch Wikipedia

  • 84κνήμαργος — κνήμαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκές κνήμες 2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ αργος, πύγ αργος] …

    Dictionary of Greek

  • 85Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …

    Dictionary of Greek

  • 86κἀργούς — Ἀργούς , Ἀργός masc acc pl ἀργούς , ἀργός 1 shining masc acc pl ἀ̱ργούς , ἀργός 2 not working the ground masc acc pl ἀ̱ργούς , ἀργός 2 not working the ground masc/fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 87Argiphontes — ARGIPHONTES, æ, Gr. Ἀργειφόντης, ου, ein Beynamen des Mercurius, welchen er bekam, als er auf Jupiters Veranlassen den Argus umbrachte, als dieser die Io bewachen sollte. Apollod. l. II. c. 1. §. 3. Cf. Ovid. Met. l. I. v. 713. Sieh Argus. Diesem …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 88βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 89λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] …

    Dictionary of Greek

  • 90χείραργος — ὁ, Α αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το χέρι του, που έχει χέρι παράλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἀργός (πρβλ. γλώσσ αργος, πόδ αργος)] …

    Dictionary of Greek