ἀργός

  • 71ἀργότατ' — ἀργότατα , ἀργός 1 shining adverbial superl ἀργότατα , ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc superl pl ἀργότατε , ἀργός 1 shining masc voc superl sg ἀργόταται , ἀργός 1 shining fem nom/voc superl pl ἀ̱ργότατα , ἀργός 2 not working the ground adverbial …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 72ar(e)-ĝ- (arĝ-?), r̥ĝi- (*her-(e)-ĝ-) —     ar(e) ĝ (arĝ ?), r̥ĝi (*her (e) ĝ )     English meaning: glittering, white, fast     Deutsche Übersetzung: “glänzend, weißlich”     Note: O.Ind. r̥ji pyá “ darting along “ epithet of the bird syená (“eagle, falcon”), Av. ǝrǝzi fya (cf. Gk …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 73Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 74Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …

    Dictionary of Greek

  • 75τἀργόν — ἀργόν , ἀργός 1 shining masc acc sg ἀργόν , ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc sg ἀ̱ργόν , ἀργός 2 not working the ground masc acc sg ἀ̱ργόν , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc sg ἀ̱ργόν , ἀργός 2 not working the ground masc/fem acc… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 76ἀργοτέρα — ἀργοτέρᾱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc comp dual ἀργοτέρᾱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱ , ἀργός 2 not working the ground fem nom/voc/acc comp dual ἀ̱ργοτέρᾱ , ἀργός 2 not working the ground fem… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 77ἀργοτέρας — ἀργοτέρᾱς , ἀργός 1 shining fem acc comp pl ἀργοτέρᾱς , ἀργός 1 shining fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱς , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp pl ἀ̱ργοτέρᾱς , ἀργός 2 not working the ground fem gen comp sg (attic doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 78АРГОС —     I.    • Argos,           Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов.        1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 79αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… …

    Dictionary of Greek

  • 80Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …

    Dictionary of Greek