ἀργώ
1αργώ — αργώ, άργησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. αργεί) …
2Ἀργῶ — Ἀργός masc gen sg (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem acc sg …
3αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …
4Ἀργώ — Ἀργός masc nom/voc/acc dual Ἀργώ Argo fem nom sg …
5αργώ — ησα 1. δεν εργάζομαι, έχω αργία: Το κατάστημα εκείνη την ημέρα αργούσε. 2. αργοπορώ, χασομεράω: Αργείς πολύ να ετοιμαστείς και δε θα προλάβουμε. 3. καθυστερώ στην εκτέλεση κάποιου έργου: Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονεί. 4. απέχω χρονικά: Αργούν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἀργῶ — ἀργέω to be unemployed pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀργέω to be unemployed pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀργός 1 shining masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργῶ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut gen sg (doric… …
7Ἀργῷ — Ἀργός masc dat sg …
8ἀργῷ — ἀργός 1 shining masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut dat sg …
9ἀργώ — ἀργός 1 shining masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual …
10Ἄργω — Ἄργος masc nom/voc/acc dual Ἄργος masc gen sg (doric aeolic) …