ἀργυρό-ηλος

  • 1ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …

    Dictionary of Greek

  • 2μακρόηλος — μακρόηλος, ον (Μ) αυτός που έχει μακριά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἧλος «καρφί» (πρβλ. αργυρό ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3χρυσόηλος — ον, Μ καρφωμένος με χρυσούς ήλους, με χρυσά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἧλος «καρφί» (πρβλ. ἀργυρό ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ηλοκόπος — ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek