ἀργυρότοξε
1ἀργυρότοξε — ἀργυρότοξος with silver bow masc/fem voc sg …
2κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… …
3ἀργυρότοξ' — ἀργυρότοξα , ἀργυρότοξος with silver bow neut nom/voc/acc pl ἀργυρότοξε , ἀργυρότοξος with silver bow masc/fem voc sg …