ἀργοτέροις

  • 1ἀργοτέροις — ἀργός 1 shining masc/neut dat comp pl ἀ̱ργοτέροις , ἀργός 2 not working the ground masc/neut dat comp pl ἀ̱ργοτέροις , ἀργός 2 not working the ground masc/neut dat comp pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek