ἀργείου

  • 1Ἀργείου — Ἀργεί̱ου , Ἀργεῖος of masc/neut gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …

    Dictionary of Greek

  • 3περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… …

    Dictionary of Greek

  • 4τωργείου — Α δωρ. κράση αντί τοῡ Ἀργείου …

    Dictionary of Greek

  • 5φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ανάργυροι, άγιοι — Όνομα γιατρών, αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κοσμάς και Δαμιανός (τέλη 3ου αι.). Κατάγονταν από τις Αιγές της Λυκίας και ονομάστηκαν Α. επειδή προσέφεραν τις ιατρικές υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Όταν ο εθνικός έπαρχος Λυσίας τους ζήτησε …

    Dictionary of Greek

  • 7Αντιμένης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Αργολίδας Δηιφόντη και της Υρνηθούς, αδελφός του Ξάνθιππου, του Αργείου και της Ορσοβίας. 2. Γιος του Νηλέα και εγγονός του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου …

    Dictionary of Greek

  • 8Αρπαλύκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Αργείου Κλυμένη, γιου του Τελέα και της Επικάστης. O πατέρας της την καταδίωκε με τον έρωτά του και την πήρε από τον μνηστήρα της Αλάστορα και η Α. για να τον εκδικηθεί του έδωσε να φάει τις σάρκες του μικρότερου… …

    Dictionary of Greek

  • 9Δεινομένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πατέρας των τυράννων των Συρακουσών Ιέρωνα Α’ και Γέλωνα (6ος 5ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του Ιέρωνα Α’, τυράννου των Συρακουσών (5ος αι. π.Χ.). Διορίστηκε από τον πατέρα του διοικητής της νεοϊδρυθείσας πόλης Αίτνας… …

    Dictionary of Greek

  • 10Εύβουλος ή Ευβουλεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Στην Ελευσίνα τον τιμούσαν ως θεό ή ήρωα, γιο της Δήμητρας ή ενός Αργείου, του Τροχίλου. Επίσης, υπήρχε η άποψη ότι ήταν αδελφός του Τριπτόλεμου, της Πρωτονόης και της Μίσης. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Ε. ήταν χοιροβοσκός στη… …

    Dictionary of Greek