ἀργεστής
1αργεστής — ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α) 1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου) 2. ο λευκός 3. (κύρ. όν.) Αργέστης ο βορειοδυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *αργεσ το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) και το… …
2ἀργεστής — clearing masc nom sg …
3ἀργέστης — ἀργεστής clearing masc nom sg …
4ἀργεσταί — ἀργεστής clearing masc nom/voc pl …
5ἀργεστοῦ — ἀργεστής clearing masc gen sg …
6ἀργεστᾶο — ἀργεστής clearing masc gen sg (epic doric) …
7ἀργεστῇσι — ἀργεστής clearing masc dat pl (epic ionic) …
8ἀργεστήν — ἀργεστής clearing masc acc sg (attic epic ionic) …
9ἀργέστην — ἀργεστής clearing masc acc sg (attic epic ionic) …
10ἀργέστου — ἀργεστής clearing masc gen sg …
Страницы