ἀργείων στρατόν

  • 1καθιππεύω — (Α) 1. διατρέχω έφιππος 2. (για ψάρι) περνώ πάνω από..., καβαλικεύω, πηδώ («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.) 3. καταβάλλω κάποιον με έφιππη προσβολή («τί δ εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», Ευρ.) 4. παθ. καθιππεύομαι (για παγωμένους ποταμούς) είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 2λεύκασπις — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους έξι ηγεμόνες της Σικελίας που εναντιώθηκαν στον Ηρακλή, όταν αυτός προσπάθησε να καταλάβει το νησί τους, και σκοτώθηκαν ηρωικά στη μάχη. Από τότε, τιμήθηκαν ως ήρωες της Σικελίας. *… …

    Dictionary of Greek

  • 3προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek