ἀργέτι
1ἀργέτι — ἀργής bright masc dat sg (epic) …
2αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… …