ἀραιότης
1ἀραιότης — looseness of substance fem nom sg …
2ἀραιοτήτων — ἀραιότης looseness of substance fem gen pl …
3ἀραιότησι — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …
4ἀραιότησιν — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …
5ἀραιότητα — ἀραιότης looseness of substance fem acc sg …
6ἀραιότητας — ἀραιότης looseness of substance fem acc pl …
7ἀραιότητες — ἀραιότης looseness of substance fem nom/voc pl …
8ἀραιότητι — ἀραιότης looseness of substance fem dat sg …
9ἀραιότητος — ἀραιότης looseness of substance fem gen sg …
10αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα …
Страницы
- 1
- 2