ἀράς
1-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …
2-άρας — μεγεθυντική κατάλ. αρσ. ονομάτων της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται με την κατάλ. άρα* < άρι (πρβλ. ποδάρι ποδάρας). Κατά κύριο λόγο η κατάλ. άρας χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ανδρικών μεγεθυντικών κυρίων ονομάτων, πολλά από τα οποία… …
3Ἄρας — Ἄρᾱς , Ἄρας masc nom sg …
4Αράς — (Arras). Πόλη (40.600 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, στην περιοχή Αρτουά, στις όχθες του ποταμού Σκαρπ. Είναι πρωτεύουσα του νομού Πα ντε Καλέ. Αποτελεί αξιόλογο καλλιτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο, ενώ υπήρξε γενέτειρα του Ροβεσπιέρου κ.ά. Η …
5Ἀρᾶς — Ἀρεύς masc acc pl Ἀρή fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀρᾶς — ἀρά prayer fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἀρᾶ̱ς , ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρή prayer fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀρᾷς — ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …
8Ἀράς — Ἀρά̱ς , Ἀρή fem acc pl …
9ἀράς — ἀρά̱ς , ἀρά prayer fem acc pl (ionic) ἀρά̱ς , ἀρή prayer fem acc pl …
10ἄρας — ἄ̱ρᾱς , αἴρω attach aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …