ἀράς

  • 61Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον …

    Dictionary of Greek

  • 62Καμβοσιανοί — Οι οπαδοί του Σιμόν Καμπός στη Γαλλία, από τα πιο ορμητικά και προοδευτικά στοιχεία του κόμματος της Βουργουνδίας. Η φατρία σχηματίστηκε το 1411, όταν παραφρόνησε ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου Κάρολος ΣΤ’ και η διαμάχη ανάμεσα στους δούκες της… …

    Dictionary of Greek

  • 63Καρς — (Kars). Πόλη (78.473 κάτ. το 2000) της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (9.442 τ. χλμ., 325.016 κάτ.). Βρίσκεται στην ανατολική Μικρά Ασία, ΒΑ του Ερζερούμ, σε υψόμετρο 1.750 μ., κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Σιδηροδρομικός σταθμός… …

    Dictionary of Greek

  • 64Κλοθάριος — Όνομα τεσσάρων Φράγκων ηγεμόνων. 1. Κ. Α’ (497 – 561 μ.Χ.). Βασιλιάς των Φράγκων (511 561). Ήταν ο νεότερος γιος του Κλόβις και της Κλοτίλδης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του μοιράστηκε το φραγκικό κράτος με τους άλλους τρεις αδελφούς του.… …

    Dictionary of Greek

  • 65Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… …

    Dictionary of Greek

  • 66Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα …

    Dictionary of Greek

  • 67Ουτρέχτη — (Utrecht). Πόλη (230 634 κάτ.) της κεντρικής Ολλανδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.331 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή, σε μια διακλάδωση του κάτω ρου του Ρήνου, του Κρόμε Ρέιν, που εδώ χωρίζεται επίσης στον Όουντε Ρέιν και στο… …

    Dictionary of Greek

  • 68Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …

    Dictionary of Greek

  • 69Πα-ντε-Καλαί — (Pas de Calαis). Νομός της Β. Γαλλίας, που αποτελείται από τμήματα των περιφερειών Αρτουά, Μπουλόν και του στενού του Καλαί, απ’ όπου πήρε και το όνομά του (έκταση 6.672 τ. χλμ.). Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Αράς. Κυριότερα προϊόντα του νομού… …

    Dictionary of Greek

  • 70Πάρλερ, Πετρ — (Parler, Σβέμπις Γκμιντ, περ. 1330 – Πράγα 1399). Γερμανός αρχιτέκτονας και γλύπτης. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος μιας οικογένειας αρχιτεκτόνων και γλυπτών, που εργάστηκε στο δεύτερο μισό του 14ου αι. στη Γερμανία, στη Βοημία, στη Γαλλία,… …

    Dictionary of Greek