ἀράς

  • 51νταγλαράς — ο (με ειρωνική σημ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dağli «αυτός που ζει στο βουνό» < dağ «βουνό» + κατάλ. αράς] …

    Dictionary of Greek

  • 52πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …

    Dictionary of Greek

  • 53πικρία — η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ) μσν. αρχ. αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ β. «τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 54πικρόγλωσσος — η, ο / πικρόγλωσσος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη αρχ. εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γλωσσος (< γλῶσσα)] …

    Dictionary of Greek

  • 55Αράξης — (Αras ή Araks).Ποταμός (915 χλμ.) της Ασίας, που σημειώνει στον μέσο ρου του τα όρια μεταξύ Γεωργίας, Αρμενίας και Τουρκίας και πιο πάνω τα όρια μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ιράν. Εκβάλλει στην Κασπία. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν Αράς …

    Dictionary of Greek

  • 56Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 57Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ερβέ — (Hervé, Ουντέν, Αράς 1825 – Παρίσι 1892). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συνθέτη, λιμπρετίστα και διευθυντή ορχήστρας Florimond Ronger. Οργανίστας στο Παρίσι, άρχισε τη θεατρική σταδιοδρομία του με την οπερέτα Δον Κιχώτης και ΣάντσοΠάντσα… …

    Dictionary of Greek

  • 59Ευφορίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Φτερωτός γιος του Αχιλλέα και της Ελένης, ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατό τους, στη Νήσο των Μακάρων. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Δία, κεραυνοβολήθηκε από αυτόν ενώ βρισκόταν στη Μήλο. Ο Γκέτε χρησιμοποίησε… …

    Dictionary of Greek

  • 60Ζουβ, Πιερ Ζαν — (Pierre Jean Jouve, Αράς 1887 – 1976). Γάλλος λογοτέχνης. Έζησε στο Παρίσι όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα και πεζογραφήματα, ενώ μετέφρασε και έργα των Σαίξπηρ και Χέλντερλιν. Στα γαλλικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη …

    Dictionary of Greek