ἀράς

  • 21κλεφταράς — ο, θηλ. κλεφταρού κλέφταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κοιλ αράς, μυτ αράς)] …

    Dictionary of Greek

  • 22υπναράς — ο, θηλ. υπναρού, Ν αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, αυτός που κοιμάται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + κατάλ. αράς (πρβλ. δουλευτ αράς, χορευτ αράς)] …

    Dictionary of Greek

  • 23φωναράς — ού, άδικο, Ν φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κλεφτ αράς, υπν αράς)] …

    Dictionary of Greek

  • 24χειλαράς — ο, θηλ. χειλαρού, Ν αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. μυτ αράς, υπν αράς)] …

    Dictionary of Greek

  • 25Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ἄραντ' — Ἄραντα , Ἄρας masc acc sg Ἄραντι , Ἄρας masc dat sg Ἄραντε , Ἄρας masc nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 27ξυλάρας — ο αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. άρας (πρβλ. ποδ άρας)] …

    Dictionary of Greek

  • 28ξυλαράς — ο 1. αυτός που μεταφέρει και πουλάει καυσόξυλα 2. (για πρόσ.) (επιτιμητικά) άξεστος, αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. υπν αράς)] …

    Dictionary of Greek

  • 29πουτσαράς — ο, Ν 1. αυτός που έχει μεγάλος πέος 2. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στην ερωτική επαφή 3. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στα αφροδίσια νοσήματα 4. (γενικά) άνθρωπος ρωμαλέος, βαρβάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούτσος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. σωματ αράς)] …

    Dictionary of Greek

  • 30χορευταράς — ο, θηλ. χορευταρού, Ν 1. άτομο που αγαπά τον χορό 2. δεινός χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορευτής + κατάλ. αράς (πρβλ. δουλευτ αράς)] …

    Dictionary of Greek