ἀπ-οίκιος

  • 1πανοίκιος — ον, Α 1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιον με όλη την οικογένεια.… …

    Dictionary of Greek

  • 2ՏԱՃԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0841 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ναός, νεώς, νηός, ἰερόν templum, sacrarium. վր. տաձարի . պ. տայիր, տէյր. (ʼի տավէր, աստուած եւ դիք.) որպէս Տուն եւ բնակարան աստուծոյ՝ շինեալն նախ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)