ἀπῆν

  • 1ἀπῆν — ἄπειμι 1 sum imperf ind act 1st sg ἄπειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄπειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αφής — και απής (AM ἀφ ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν) αφότου, από τότε που νεοελλ. 1. όταν 2. αφού, επειδή …

    Dictionary of Greek

  • 3πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …

    Dictionary of Greek