ἀπῆλθε
1ἀπῆλθε — ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg …
2κἀπῆλθ' — ἀπῆλθα , ἀπέρχομαι go away aor ind act 1st sg ἀπῆλθε , ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg ἀπῆλθε , ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg ἐπῆλθα , ἐπέρχομαι come upon aor ind act 1st sg ἐπῆλθε , ἐπέρχομαι come upon aor ind act 3rd sg ἐπῆλθε ,… …
3ἀπῆλθ' — ἀπῆλθα , ἀπέρχομαι go away aor ind act 1st sg ἀπῆλθε , ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg ἀπῆλθε , ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg …
4Dimitrios Galanos — Portrait of Dimitrios Galanos. The original now resides in the gallery of the University of Athens Dimitrios Galanos (Greek Δημήτριος Γαλανός, 1760 1833) was the earliest recorded Greek Indologist. His translations of Sanskrit texts into Greek… …
5εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …
6επιχορεύω — ἐπιχορεύω (Α) 1. χορεύω για να πανηγυρίσω κάποιο γεγονός 2. έρχομαι χορεύοντας 3. ολοκληρώνω, κλείνω την παράσταση με χορικό άσμα («καὶ ὁ μὲν ποιητής εἰπὼν πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων ἢ τοιοῡτό τι ἐπιχορεύσας ἀπῆλθε») …
7ποτικός — ή, όν, Α [πότος] 1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.) 2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός ο εύθυμος σύντροφος… …
8АГАПИОН РИМЛЯНИН — [греч. ̓Αγαπίων от ἀγάπη любовь] († 304), мч. (пам. греч. 22 нояб.). Согласно одному из синаксарей (Paris. Gr. 1578), был родом из Рима. Брошенный на растерзание зверям в гонение имп. Диоклетиана, чудесным образом не претерпел от них телесных ран …