ἀπᾰλαιστος
1απάλαιστος — ἀπάλαιστος, ον (Α) όποιος δεν είναι δυνατόν νά νικηθεί στην πάλη, ο ακατανίκητος …
2ἀπάλαιστος — not to be thrown in wrestling masc/fem nom sg …
1απάλαιστος — ἀπάλαιστος, ον (Α) όποιος δεν είναι δυνατόν νά νικηθεί στην πάλη, ο ακατανίκητος …
2ἀπάλαιστος — not to be thrown in wrestling masc/fem nom sg …