ἀπώμοτος
1απώμοτος — ἀπώμοτος, ον (Α) 1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ ἀπώμοτον» δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να… …
2ἀπώμοτος — abjured masc/fem nom sg …
3ἀπώμοτον — ἀπώμοτος abjured masc/fem acc sg ἀπώμοτος abjured neut nom/voc/acc sg …
4ἀπωμότου — ἀπώμοτος abjured masc/fem/neut gen sg …
5απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση …