ἀπόσιτος
1απόσιτος — ἀπόσιτος, ον (AM) αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός αρχ. 1. ο πεινασμένος 2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος …
2ἀπόσιτος — ἀπόσῑτος , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem nom sg …
3ἀπόσιτον — ἀπόσῑτον , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem acc sg ἀπόσῑτον , ἀπόσιτος having eaten nothing neut nom/voc/acc sg …
4несытыи — (42) пр. 1.Прожорливый: проклѧтъ бѹди несытыи грътани. ˫ако тебе ради и чрѣва моѥго слепотѹ сию при˫ахъ. ПрЛ XIII, 40в; в роли с.: Нѣкогда брать˫а мо˫а начну бо ѿ малыхъ... ѿ гордыхъ гордынѧ... ѿ хупавыхъ хупости. ли ѡтъ несытыхъ несытьства. (τῶν …
5πυρριώ — άω, ΜΑ μσν. έχω ερυθρή, κοκκινωπή όψη («ἐπυρρία τὸ εἶδος καὶ δυοῑν ἡμέραις ἀπόσιτος ὤν», Πρόκ.) αρχ. είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ιδίως από ντροπή («ὥσπερ καταιδεσθέντες τὸ γεγονὸς ἐπυρρίασαν», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» +… …
6σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …
7ἀποσίτοις — ἀποσί̱τοις , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat pl …
8ἀποσίτοισι — ἀποσί̱τοισι , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἀποσίτοισιν — ἀποσί̱τοισιν , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἀποσίτου — ἀποσί̱του , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut gen sg …
- 1
- 2