ἀπόρρητος
1ἀπόρρητος — forbidden masc/fem nom sg …
2απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… …
3απόρρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανακοινώνεται, μυστικός, κρυφός: Η έκθεση του ανακριτή δε δημοσιεύτηκε, γιατί ήταν απόρρητη. Το ουδ. ως ουσ., το απόρρητο το μυστικό: Στις δημοκρατικές χώρες υπάρχει το λεγόμενο «απόρρητο της αλληλογραφίας» (δηλ. δεν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπορρητότερον — ἀπόρρητος forbidden adverbial comp ἀπόρρητος forbidden masc acc comp sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀπορρητοτέρων — ἀπόρρητος forbidden fem gen comp pl ἀπόρρητος forbidden masc/neut gen comp pl …
6ἀπορρητότατα — ἀπόρρητος forbidden adverbial superl ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl pl …
7ἀπορρητότατον — ἀπόρρητος forbidden masc acc superl sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl sg …
8ἀπορρήτω — ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) …
9ἀπορρήτως — ἀπόρρητος forbidden adverbial ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc pl (doric) …
10ἀπόρρητον — ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc sg …