ἀπὸ τῶν πλουσίων

  • 81Πουνταρένας — (Puntarenas). Πόλη της Κόστα Ρίκα. Είναι λιμάνι στον Ειρηνικό με μεγάλο εξαγωγικό εμπόριο καφέ και σημαντική παραγωγή χρυσού και αργύρου από τα γειτονικά μεταλλεία. Το κλίμα της είναι θερμό αλλά υγιεινό. Αρχικά ήταν μικρός οικισμός αλλά από το… …

    Dictionary of Greek

  • 82Πλοέστι — (Ploiesti). Πόλη της νοτιοκεντρικής Ρουμανίας, στη Βλαχία, πρωτεύουσα του διαμερίσματος Πράχοβα (4.694 τ. χλμ.). Βρίσκεται 57 χλμ. ΒΔ του Βουκουρεστίου, σε πεδινή περιοχή, στους πρόποδες των Καρπαθίων. Η ανακάλυψη και εκμετάλλευση των πλούσιων… …

    Dictionary of Greek

  • 83Αυστρία, Άνω — (Ober Österreich). Κρατίδιο (11.979τ. χλμ., 1.382.017 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, στα σύνορα με την Τσεχία και τη Γερμανία. Το τοπίο είναι κυρίως ορεινό στα Β (Βοημικός Δρυμός) και στα Ν (Προάλπεις του Σάλτσμπουργκ), με ελαφρές… …

    Dictionary of Greek

  • 84Πιόλα, Ντομένικο — (Piola, Γένοβα 1627 – 1703). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Η ασυνήθιστη ευχέρεια στη σύνθεση, η τεχνική ικανότητα και η ανεξάντλητη ευρηματικότητα τον ανέδειξαν –μαζί με τον Τζ. Ντε Φεράρι– σε έναν από τους πιο ζωντανούς και «εύθυμους»… …

    Dictionary of Greek

  • 85εκτημόριος — ο (AM ἑκτημόριος, ον) 1. αυτός που αναφέρεται στο έκτο μέρος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑκτημόριοι φτωχοί πολίτες πριν από την εποχή τού Σόλωνος, που καλλιεργούσαν κτήματα τών πλουσίων δίνοντας ως μίσθωμα ή παίρνοντας ως αμοιβή το έκτο τών… …

    Dictionary of Greek

  • 86προύχοντας — και προύχων, οντος, ο, Ν 1. πρόκριτος, προεστός 2. στον πληθ. οι προύχοντες α) η τάξη των πλουσίων β) (στην τουρκοκρατία) οι κοτζαμπάσηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προύχων, οντος έχει προέλθει, με συναίρεση τών οε , από τη μτχ. προέχων τού ρ. προέχω] …

    Dictionary of Greek

  • 87Λαμπανιτζιώτης, Πολυζώης — (18ος αι.). Λόγιος και εκδότης. Γεννήθηκε στα Ιωάννινα, όπου φοίτησε. Στα μέσα του 18ου αι. εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Εκεί συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου του Γεωργίου Βενδότη. Επειδή δεν διέθετε τις απαιτούμενες… …

    Dictionary of Greek

  • 88Φαύστα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Καταγόταν από την Κύζικο και έζησε τον 3o αι. Μετά το θάνατο των πλούσιων γονέων της, αφοσιώθηκε στις αγαθοεργίες. Ο συγκλητικός Ευϊλάσιος της ζήτησε να αποκηρύξει τον χριστιανισμό, αλλα εκείνη του μίλησε με τόση… …

    Dictionary of Greek

  • 89πλουτοκράτης — ο, θηλ. πλουτοκράτισσα, Ν 1. αυτός που επικρατεί με τον πλούτο, που είναι ισχυρός επειδή διαθέτει περιουσία, κεφαλαιοκράτης 2. αυτός που ανήκει στην τάξη τών πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + κράτης (< κράτος), κατά το αριστο κράτης. Η λ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 90Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek