ἀπὸ τῶν πλουσίων

  • 71Τατί, Ζακ — (Jacques Tati, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του J. Tatischef, 1908 – 1982). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ηθοποιός του βαριετέ. Αθλητικός τύπος, γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες με κεφάτες παρωδίες των σπορ, που τις παρουσίαζε… …

    Dictionary of Greek

  • 72Τσελιάμπινσκ — Πόλη (περ. 1.143.000 κάτοικοι) στη Ρωσική Δημοκρατία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Μιας, αριστερού παραποτάμου του Ομπ, στις ανατολικές πλαγιές των Ουραλίων, 1.450 χιλιόμ. Α της Μόσχας· είναι σημαντικός… …

    Dictionary of Greek

  • 73Ουίγος — ο 1. συν. στον πληθ. οι Ουίγοι ένα από τα δύο κόμματα φατρίες τής Αγγλίας κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αντίπαλο τών Τόρυ, το οποίο στην αρχή ταυτιζόταν με τους Σκώτους Πρεσβυτεριανούς αλλά στη συνέχεια εκπροσωπούσε τα συμφέροντα τών… …

    Dictionary of Greek

  • 74Βοτέλ, Κλεμάν — (Clement Vautel, 1876 – 1954). Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σχολίαζε καθημερινά την επικαιρότητα από τις στήλες της γαλλικής Εφημερίδας και έγραψε μυθιστορήματα που φανερώνουν τη σπάνια σατιρική του ικανότητα και την επινοητικότητα της… …

    Dictionary of Greek

  • 75κράνειον — Ονομασία ανατολικού προαστίου της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα. Παρότι η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο ότι τα σπίτια του ήταν χτισμένα κάτω από τον δρόμο που οδηγούσε από την Κόρινθο στο επίνειο των Κεγχρεών. Το Κ. ήταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 76πλουτοκρατία — η, ΝΑ [πλουτοκρατούμαι] 1. κυριαρχία τών ισχυρών τού πλούτου, ολιγαρχία που αποτελείται από πλουσίους 2. κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο η εξουσία ασκείται από την οικονομικά ισχυρή τάξη, από τους ισχυρούς τού πλούτου 3. η τάξη τών πλουσίων …

    Dictionary of Greek

  • 77Γλασκόβη — (Glasgow).Πόλη (578.710 κάτ. το 2001) της Σκοτίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Κλάιντ, 35 χλμ. από τις εκβολές του. Η πόλη αποτελεί το κέντρο της διοικητικής περιφέρειας Γκλάσκοου Σίτι (Glasgow City). Μαζί με τα βιομηχανικά της προάστια …

    Dictionary of Greek

  • 78Τσουβάσων Δημοκρατία — Αυτόνομη δημοκρατία στο εσωτερικό της Ρωσίας. Έχει έκταση 18.300 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 1.336.000 κατ. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Βόλγα, κατά τον μέσο ρου του και στη συμβολή του με τον ποταμό Σουρά, και ορίζεται στα Δ από το Νιζεγκορόντ …

    Dictionary of Greek

  • 79Σομέτ, Πιερ Γκασπάρ — (Chaumett, 1763 – 1794). Γάλλος, παράγοντας της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν μέλος της λέσχης των Κορδελιέρων. Πήρε μέρος στην οργάνωση της λαϊκής εξέγερσης της 10ης Αυγούστου l792, μετά την επικράτηση της οποίας έγινε εισαγγελέας της… …

    Dictionary of Greek

  • 80κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… …

    Dictionary of Greek