ἀπὸ τῶν πλουσίων

  • 121Έδεσσα — I Πόλη (υψόμ. 320 μ., 18.253 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Πέλλης και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στον αυχένα που ενώνει τα όρη Βέρμιο και Βόρας και στην αρχή μιας εύφορης εκτεταμένης πεδιάδας, μέσα στην οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 122Μοσούλη — (Mosul ή αραβκ. Al Mawsil). Πόλη (664.223 κάτ. το 1987) του βορείου Ιράκ, πρωτεύουσα της επαρχίας Νινάουα ή Νινευή· η παράθεση πρόσφατων πληθυσμιακών στοιχείων καθίσταται δύσκολη, εξαιτίας της ασαφούς κατάστασης που ισχύει στην περιοχή, μετά τη… …

    Dictionary of Greek

  • 123όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …

    Dictionary of Greek

  • 124Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …

    Dictionary of Greek

  • 125Αθηνίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τη Μαρώνεια της Θράκης (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του Κορίνθιου Γλαυκίωνα. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι έργα του βρίσκονταν στην Ελευσίνα. Πιστεύεται ότι θα εξελισσόταν σε μέγιστο ζωγράφο, αν δεν πέθαινε νέος. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 126Μούκντεν ή Σενγιάνγκ — (Mukden ή Shenyang). Πόλη (6.748.600 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Κίνας, πρωτεύουσα της επαρχίας Λιαονίνγκ (145.700 τ. χλμ., 42.380.000 κάτ. το 2000). Βρίσκεται χτισμένη σε μια πεδινή ζώνη, στις όχθες του ποταμού Χούαν Xo, στην ιστορικο… …

    Dictionary of Greek

  • 127Ντάρμπαν ή Ντούρμπαν — (Durban). Πόλη (2.396.100 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, στην επαρχία Νατάλ (92.100 τ. χλμ., 9.523.600 κάτ. το 2003), της οποίας είναι το σημαντικότερο κέντρο· Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, σ’ έναν κόλπο καλά προστατευμένο, 480… …

    Dictionary of Greek

  • 128κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… …

    Dictionary of Greek