ἀπὸ τῶν νόσων

  • 1μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …

    Dictionary of Greek

  • 2υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …

    Dictionary of Greek

  • 3Χάνεμαν, Σάμουελ — (Hahneman, 1755 – 1843). Γερμανός γιατρός, ιδρυτής της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Το 1777 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής στο Ερλάγγεν και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πολύ επιμελής και βαθύς μελετητής των τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 4παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… …

    Dictionary of Greek

  • 5ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …

    Dictionary of Greek

  • 6Παστέρ, Λουί — (Pasteur, Louis, Ντολ, Ιούρας 1822 – Βιλνέβ, λ’ Ετάν Σεν ε Ουάζ 1895). Γάλλος βιολόγος και χημικός. Γιος μικροβιοτέχνη βυρσοδεψίας, εκδήλωσε από παιδί μεγάλη κλίση στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να επιδοθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 7χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… …

    Dictionary of Greek

  • 8ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …

    Dictionary of Greek

  • 9παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …

    Dictionary of Greek

  • 10σημειολογία — (Ιατρ.). Ο τομέας της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη των σημείων (συμπτωμάτων), που επιτρέπουν τη διάγνωση των νόσων και των μεθόδων για την αποκάλυψη τους. Εκτός από τα σημεία των νόσων, μελετά και τα σημεία των φυσιολογικών λειτουργιών,… …

    Dictionary of Greek