ἀπὸ τῶν νόσων

  • 81Πινέλ, Φιλίπ — (Pinel, 1745 – 1826). Γάλλος γιατρός, θεμελιωτής της επιστημονικής ψυχιατρικής στη Γαλλία. Σπούδασε διαδοχικά στη φυσικομαθηματική σχολή της Τουλούζης και στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Μονπελιέ. Στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 82Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 83κελλίνη — Γλυκοζίτης που προέρχεται από τους σπόρους του αγριομάραθου, φυτού της οικογένειας των σκιαδοφόρων, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία άμμι το βισνάγιο. Παρασκευάζεται επίσης συνθετικά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική (κλάδος της ιατρικής …

    Dictionary of Greek

  • 84Αρεταίος Καππαδόκης — (β’ μισό 1ου – α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.).Γιατρός από την Καππαδοκία, οπαδός της εκλεκτικής σχολής. Τα δύο κυριότερα έργα του, που έχουν σωθεί σχεδόν ολόκληρα και έχουν εκδοθεί πολλές φορές στα ελληνικά και τα λατινικά από το 1552, είναι το Περί… …

    Dictionary of Greek

  • 85λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 86αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 87Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- — (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Ερλάνγκεν, Στρασβούργου και Βιέννης. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό… …

    Dictionary of Greek

  • 88μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… …

    Dictionary of Greek

  • 89υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …

    Dictionary of Greek

  • 90επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… …

    Dictionary of Greek