ἀπὸ τῶν νόσων

  • 71αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… …

    Dictionary of Greek

  • 72επιδημιολογία — Κλάδος της ιατρικής που από τα μέσα του 19ου αι. μελετά τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται τα νοσήματα, κυρίως εκείνα που πλήττουν μεγάλο αριθμό ατόμων σε περιορισμένο χώρο και χρόνο. Όταν μία μεταδοτική νόσος εμφανίζεται σταθερά σε έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 73παθογένεια — Οι μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων γεννιέται και εξελίσσεται μια νόσος και εκδηλώνονται τα συμπτώματά της σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού, από το μοριακό έως αυτό των οργάνων και των συστημάτων του σώματος. Αν και τα αίτια των περισσότερων… …

    Dictionary of Greek

  • 74γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …

    Dictionary of Greek

  • 75ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …

    Dictionary of Greek

  • 76Ρέμακ, Ροβέρτος — (Remak, 1815 – 1865). Γερμανός ιστολόγος, εμβρυολόγος και νευροπαθολόγος. Αποφοίτησε το 1859 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από την ίδια χρονιά διετέλεσε καθηγητής σ’ αυτό. Οι σπουδαιότερες εργασίες του αφορούσαν τη νευροϊστολογία, τη δομή …

    Dictionary of Greek

  • 77ουρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα («ουρικό απόστημα») 2. φρ. α) «ουρικό οξύ» (βιοχ.) οργανική ένωση που αποτελεί το τελικό προϊόν τού καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα περισσότερα ερπετά και στα πτηνά και αποβάλλεται με πυκνά ούρα, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 78τριχομονάδωση — η, Ν 1. ιατρ. σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από το μαστιγοφόρο πρωτόζωο Trichomonas vaginalis και που ήταν γνωστό παλαιότερα και με τις ονομασίες τριχομοναδίαση ή τριχομονίαση 2. (κτην.) γενική ονομασία παρασιτικών νόσων που… …

    Dictionary of Greek

  • 79Γκραμ, Χανς Κρίστιαν — (Hans Kristian Gramme, 1853 – 1938). Δανός γιατρός. Έγινε γνωστός από την ομώνυμη μέθοδο χρώσης των βακτηρίων που πρότεινε, η οποία χρησιμοποιείται πλέον παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη μέθοδό του, βακτήρια που σχηματίζουν λεπτό στρώμα πάνω σε… …

    Dictionary of Greek

  • 80παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …

    Dictionary of Greek