ἀπὸ τῶν νόσων

  • 31νευροπαθολογία — η η μελέτη τών νόσων τού νευρικού συστήματος και ειδικότερα τής ανατομοπαθολογίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropathology < νευρ(ο) * + παθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο] …

    Dictionary of Greek

  • 32νοσογραφία — η 1. επιστημονική περιγραφή και ταξινόμηση τών νόσων 2. σύγγραμμα που περιγράφει μία ή περισσότερες νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosography < νόσος + γραφία (< γράφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιωάννη Ασάνη] …

    Dictionary of Greek

  • 33νοσοφοβία — η ιατρ. ιδεοληπτική κατάσταση φοβίας έναντι τών νόσων η οποία έχει ως συνέπεια πολλαπλές προφυλάξεις για την αποφυγή ενδεχόμενης μόλυνσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 34οδοντολογία — η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και τη θεραπεία τών νόσων οι οποίες προσβάλλουν κυρίως τα δόντια, αλλά και άλλα όργανα τής στοματικής κοιλότητας που συμβάλλουν στη λειτουργία τής μάσησης, την αισθητική και την ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 35φαρμακοθεραπευτική — η, Ν ιατρ. η μελέτη και η εφαρμογή τής θεραπείας τών νόσων με φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharmacotherapeutics (< φάρμακο + θεραπευτικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1878, στον Γ. Χρ. Βάφα] …

    Dictionary of Greek

  • 36αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …

    Dictionary of Greek

  • 37νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… …

    Dictionary of Greek

  • 38οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …

    Dictionary of Greek

  • 39βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …

    Dictionary of Greek

  • 40αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …

    Dictionary of Greek