ἀπὸ τῶν νόσων

  • 21Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… …

    Dictionary of Greek

  • 22παιδαγωγικός — ή, ὁ (Α παιδαγωγικός, ή, όν) [παιδαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδαγωγό ή στην παιδαγωγία νεοελλ. φρ. «παιδαγωγική επιστήμη» ή, απλώς, «παιδαγωγική» η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή και τη μόρφωση τών παιδιών (1. το αρσ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 23στοματοχειρουργική — η, Ν ιατρ. 1. η μελέτη τών νόσων, κακώσεων και ανωμαλιών τού στόματος και τών γύρω από αυτό ανατομικών σχηματισμών που επιβάλλουν χειρουργική επέμβαση 2. το σύνολο τών εγχειρητικών τεχνικών που απαιτούνται για τη θεραπεία τών παραπάνω ανώμαλων… …

    Dictionary of Greek

  • 24οδοντιατρικός — και οδοντοϊατρικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οδοντίατρο ή στην επιστήμη του (α. «οδοντιατρικός σύλλογος» β. «οδοντιατρικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντιατρική κλάδος τής ιατρικής ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη και τη …

    Dictionary of Greek

  • 25Σκλιφοσόφσκι, Νικολάι Βασίλιεβιτς — Ρώσος χειρούργος (1836 1904). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας. Διατέλεσε διαδοχικά καθηγητής του πανεπιστήμιου του Κίεβου, της Ιατροχειρουργικής Ακαδημίας Πετρούπολης, καθηγητής και κοσμήτορας του ιατρικού κλάδου του πανεπιστήμιου… …

    Dictionary of Greek

  • 26μνησίθεος — I (4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από …

    Dictionary of Greek

  • 27νοσηρότητα — η (Α νοσηρότης) [νοσηρός] η ιδιότητα τού νοσηρού, οργανική, ψυχική ή ηθική κατάσταση που τήν χαρακτηρίζει έλλειψη υγείας νεοελλ. 1. η συχνότητα νόσησης ενός πληθυσμού μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα από το σύνολο τών νόσων ή από συγκεκριμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 28νοσογνωμονικός — νοσογνωμονικός, ή, όν (Α) 1. ο ικανός στη διάγνωση ασθένειας από τα συμπτώματά της 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσογνωμονική η τέχνη τής διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνωμονικός (< γνώμων), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 29χυμοπαθολογία — η, Ν ιατρ. ιατρική θεωρία που διατυπώθηκε από τον Γαληνό και ίσχυσε ώς τα τέλη τού 18ου αιώνα και σύμφωνα με την οποία η αιτία τών νόσων βρίσκεται σε ανωμαλίες ή διαταραχές στην ανάμιξη τών χυμών τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + παθολογία. Η λ …

    Dictionary of Greek

  • 30Κοσμετάτος-Φωκάς, Γεώργιος — (Αργοστόλι 1876 – 1973). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στη Γαλλία. Το 1905 διορίστηκε υφηγητής οφθαλμολογίας και το 1919 έκτακτος καθηγητής ιστολογίας και εμβρυολογίας. Το 1931 κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή… …

    Dictionary of Greek