ἀπὸ τῶν νόσων

  • 101πορφυρία — η, Ν ιατρ. 1. ομάδα νόσων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σημαντικά αυξημένη παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών ή μιας από τις πρόδρομες μορφές τους 2. φρ. α) «ερυθροποιητικές πορφυρίες» κατηγορία πορφυριών στην οποία η υπερπαραγωγή πορφυρινών… …

    Dictionary of Greek

  • 102σπερματόρροια — η, Ν ιατρ. η ακούσια εκροή σπέρματος ή μόνον εκκρίματος τών σπερματοδόχων κύστεων ή τού προστάτη, χωρίς αίσθημα ηδονής, συχνά κατά την αφόδευση ή την ούρηση επί χρόνιων νόσων ή διαταραχών τής φυτικής νευρώσεως τών σπερματικών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 103τοξιναιμία — και τοξαιμία, η, Ν 1. ιατρ. η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων βακτηριακών τοξινών στο αίμα, χωρίς ανάλογη αύξηση τού αριθμού τών μικροβίων τα οποία τίς παράγουν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις νόσων από βακτήρια που δρουν με τις εξωτοξίνες τους 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 104Δρομοκαΐτης, Ζωρζής — (Χίος 1805 – 1880). Έμπορος. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Δερμοκαΐτης. Με τη διαθήκη του και με εκείνη της συζύγου του άφησε τη μεγάλη περιουσία του σε διάφορα κοινωφελή ιδρύματα, ενώ διέθεσε ένα ποσό για την ίδρυση φρενοκομείου. Με …

    Dictionary of Greek

  • 105διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 106επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα …

    Dictionary of Greek

  • 107πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 108συρροή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [συρρέω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.) 2. συνάθροιση, συγκέντρωση («συρροή πλήθους») νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών… …

    Dictionary of Greek

  • 109τυφαιμία — η, Ν·ιατρ. (παλαιός όρος) μόλυνση τού αίματος από τους βακίλλους τών τυφικών ή τυφοειδών νόσων …

    Dictionary of Greek

  • 110χαουλμόγρα — η, Ν φρ. «έλαιο χαουλμόγρας» (φαρμ.) καστανοκίτρινο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών ειδών τού γένους υδνόκαρπος και χρησιμοποιείται στη θεραπεία τής λέπρας και άλλων δερματικών μολυσματικών νόσων, αλλ. έλαιο υδνοκάρπου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek