ἀπὸ τῶν νόσων

  • 11εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 12Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος …

    Dictionary of Greek

  • 13κτηνιατρική — Η επιστήμη που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπεία των νόσων των ζώων, την προφύλαξη από τις λοιμώδεις επιδημικές ασθένειες, την υγιεινή τους και την προστασία του ανθρώπου από την επαφή του με τα ζώα. Η κ. πρωτοεμφανίστηκε στις χώρες της… …

    Dictionary of Greek

  • 14κτηνοτροφία — Η τέχνη της εκτροφής ζώων, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως τροφή του ανθρώπου. Η κ. εμφανίστηκε στην ανθρώπινη ιστορία σε υποτυπώδη μορφή πριν από τη γεωργική περίοδο και αμέσως μετά το στάδιο του κυνηγιού. Από τα ζώα χρησιμοποιούσαν αρχικά… …

    Dictionary of Greek

  • 15ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 16Πρινγκλ, Τζον — (Pringle, 1707 – 1782). Σκοτσέζος γιατρός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Λέιντεν και στη συνέχεια εργάστηκε ως γιατρός στο Εδιμβούργο, διδάσκοντας παράλληλα ηθική στο πανεπιστήμιο της πόλης. Στα 1744 48 υπηρέτησε ως αρχίατρος… …

    Dictionary of Greek

  • 17κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …

    Dictionary of Greek

  • 18κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… …

    Dictionary of Greek

  • 19ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το …

    Dictionary of Greek

  • 20πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… …

    Dictionary of Greek