ἀπὸ τῆς ἀφέσεως καὶ τοξείας

  • 1ιήιος — ἰήϊος, ον, θηλ. και ἰηΐα (Α) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ἰήϊος επίθ. τού Απόλλωνος, τού θεού τον οποίο επικαλούνταν οι λάτρεις του με την κραυγή ἰὴ ή ἰὴ παιών, ἰὴ παιάν 2. επίπονος, θλιβερός, λυπηρός 3. φρ. «ἰήϊος βοά» και «ἰήϊος γόος» κραυγή… …

    Dictionary of Greek