ἀπὸ τοῦ ὕπνου

  • 71ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 72αϋπνία — Παθολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην έλλειψη ύπνου. Μπορεί να εξαρτάται από μια κατάσταση υπερευερεθιστικότητας του εγκέφαλου ή από έντονα εσωγενή ή εξωγενή ερεθίσματα. * * * και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) [άυπνος] ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε… …

    Dictionary of Greek

  • 73μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… …

    Dictionary of Greek