ἀπὸ τοῦ ὕπνου

  • 51Μορφέας — ο 1. αρχαία θεότητα, ένας από τους γιους του Ύπνου. 2. φρ., «Παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα», αποκοιμήθηκε, τον πήρε ο ύπνος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 52καταρραθυμώ — καταρραθυμῶ, έω (Α) 1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.) 2. παραμελώ κάτι 3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.) 4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 53νήδυμος — η, ο (ΑΜ νήδυμος, ον) 1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος 2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο») μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα α)… …

    Dictionary of Greek

  • 54ρεγχασμός — ο, Ν [ρεγχάζω] ροχαλητό, αναπνοή με χαρακτηριστικό θόρυβο από τον ρινοφάρυγγα και τα ρουθούνια κατά τη διάρκεια τού ύπνου …

    Dictionary of Greek

  • 55σουραμινικός — ή, ό, Ν φρ. «σουραμινικό νάτριο» (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που χρησιμοποιείται στην ιατρική, ιδιαίτερα στη θεραπεία τής νόσου τού ύπνου, τής αφρικανικής τρυπανοσωμίασης, νόσου που προκαλείται από το πρωτόζωο τρυπανόσωμα και μεταδίδεται με τη μύγα …

    Dictionary of Greek

  • 56υπνολαλιά — η, Ν ιατρ. λεκτικός αυτοματισμός κατά τη διάρκεια τού ύπνου με εκφορά, περισσότερο ή λιγότερο, καλά αρθρωμένων φθόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνολάλος. Η λ., στον τ. υπνολαλία, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 57Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …

    Dictionary of Greek

  • 59νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …

    Dictionary of Greek

  • 60ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …

    Dictionary of Greek