ἀπὸ τοῦ ὕπνου

  • 41μόρα — (I) η (Α μόρα) στρατιωτικό τάγμα από ιππείς και οπλίτες στην αρχαία Σπάρτη στο οποίο κατατάσσονταν όλοι οι στρατεύσιμοι πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*]. (II) η δυσφορία κατά τη διάρκεια τού ύπνου,… …

    Dictionary of Greek

  • 42πνιγαλίων — ωνος, ὁ, ΜΑ [πνίγω] εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση τού πνιγμού κατά την διάρκεια τού ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῡ πνίγειν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 43Μελισσάνθη — (Αθήνα, 1907 – 1990). Ποιήτρια και μεταφράστρια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ήβη Κούγια Σκανδαλάκη. Σπούδασε ξένες φιλολογίες (γαλλική και γερμανική) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε επίσης με τις καλές τέχνες. Εργάστηκε ως καθηγήτρια της… …

    Dictionary of Greek

  • 44βραχνάς — και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς) νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 45ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …

    Dictionary of Greek

  • 46δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …

    Dictionary of Greek

  • 47καθεύδω — καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α) 1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ ἡμέραν», Πλάτ.) 2. μένω άπρακτος 3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.) 4. περνώ… …

    Dictionary of Greek

  • 48ροχαλίζω — ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. ρέγχω* σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα αλ (πρβλ. κογχ αλ ίζω) και… …

    Dictionary of Greek

  • 49σκυζώ — άω, Α [σκύζα] 1. κατέχομαι από σφοδρή σαρκική επιθυμία, από οργασμό 2. (για σκύλο) αλυχτώ κατά την διάρκεια τού ύπνου …

    Dictionary of Greek

  • 50ζωομαστιγοφόρα — Πρωτόζωα μαστιγοφόρα. Πρόκειται για οργανισμούς που δεν έχουν χρωματοφόρα. Στερούνται επίσης αμύλου ή αμυζωότων ουσιών. Τα ζ. φέρουν συνήθως περισσότερα από δύο μαστίγια. Αρκετά ζ. είναι παράσιτα του αίματος των σπονδυλοζώων. Φορείς τους είναι… …

    Dictionary of Greek