ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα

  • 1τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… …

    Dictionary of Greek